- Ἀνδρίσκου
- Ἄνδρισκοςmasc gen sgἈνδρίσκοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναξιακός — ή, ὁ (Α ναξιακός, ή, όν) [Νάξος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Νάξο ή που προέρχεται από τη Νάξο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Ναξιακά σύγγραμμα τού Ανδρίσκου που σήμερα δέν σώζεται και το οποίο αναφερόταν στη Νάξο … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek